- αἰνήσωσι
- αἰνέωtellaor subj act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τομούροι — και Τόμουροι και Τόμουραι, οἱ, Α 1. οι ιερείς τού Διός στη Δωδώνη («εἰ μὲν κ αἰνήσωσι Διὸς μεγάλοιο Τομοῡροι», Ομ. Οδ.) 2. συνεκδ. (κατά τον Λυκόφρ.) «τόμουρε μάντι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται με απλοποίηση από… … Dictionary of Greek